Το αστικό λαϊκό τραγούδι
Το ελληνικό αστικό λαικό τραγούδι μπορεί να διακριθεί σε τρεις βασικές ενότητες: Το λαικό, το ρεμπέτικο και το έντεχνο.
Το ελληνικό αστικό λαικό τραγούδι μπορεί να διακριθεί σε τρεις βασικές ενότητες, τρία βασικά είδη: Το λαικό, το ρεμπέτικο και το έντεχνο. Στο άρθρο αυτό εξετάζονται κάθε ένα από τα τρία αυτά βασικά είδη του αστικού λαικού μας τραγουδιού.
Λαϊκό τραγούδι
Η λαϊκή μας μουσική είναι βασικό μέρος της πολύτιμης και πλούσιας μουσικής μας παράδοσης και κληρονομιάς και του λαικού μας πολιτισμού.
Λαικό είναι κάτι που προέρχεται από το λαό και απευθύνεται σ’αυτόν, γι’αυτό και ο λαός το αγκαλιάζει.
Σε αντιδιαστολή και διάκριση προς τη λαική μουσική και τραγούδια της αγροτικής υπαίθρου, του βουνού και του κάμπου, του χωριού και των μικρών επαρχιακών πόλεων (δημοτικά), το "λαικό" τραγούδι αναφέρεται στους κατοίκους των μεγάλων πόλεων - αστικών κέντρων (αστικό λαικό τραγούδι). Είναι μουσική κλειστού χώρου (ταβέρνα) ενώ το δημοτικό είναι ανοιχτού χώρου (γιορτές, γάμοι, πανηγύρια).
Και ενώ το δημοτικό παρουσιάζει τοπική (γεωγραφική) ποικιλομορφία, το λαικό έχει πανελλήνια ομοιομορφία.
Παρ’ όλο που ο όρος λαικό περιλαμβάνει το αστικό λαικό τραγούδι που εμφανίζεται ήδη από τον 17Οαιώνα με καταβολές από το Βυζάντιο, καθώς και το ρεμπέτικο, λαικό επικράτησε να λέγεται ειδικά το λαικό αστικό τραγούδι της περιόδου 1950 –1970, που διαδέχτηκε το ρεμπέτικο.
Προέρχεται από το ρεμπέτικο, το Σμυρνέικο κλπ. , των οποίων αποτελεί συνέχεια.
Ηκμασε κυρίως από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 ώς το τέλος της δεκαετίας του 60 και τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Με τη μεταφορά και μετακόμιση του ρεμπέτικου από τα μικρά φτωχικά κουτούκια και ταβερνάκια σε μεγάλα κοσμικά κέντρα διασκέδασης, με φωτεινές επιγραφές και μεγάφωνα, στις φανταχτερές πίστες και στα σαλόνια. Και από τον στενό κύκλο των φτωχών και περιθωριοποιημένων, στα ευρύτερα λαικά –και όχι μόνο!- στρώματα. Πριν εμπορευματοποιηθεί και "βιομηχανοποιηθεί" εντελώς, με τη μετατροπή της δισκογραφίας σε βιομηχανία ήδη από το 1970.
Χωρίστηκε γρήγορα σε κατηγορίες όπως «ελαφρολαικό», «βαρύ λαικό» κλπ.
Η διάδοσή του βοηθήθηκε, εκτός από τις δισκογραφικές εταιρείες, από το ραδιόφωνο, -που δεν αδιαφόρησε για το λαικό όσο είχε αδιαφορήσει για το ρεμπέτικο- και από τον κινηματογράφο.
Η περίοδος 1955 –1975 χαρακτηρίστηκε σαν η «χρυσή δεκαετία» του λαικού μας τραγουδιού.
Οπως και το ρεμπέτικο, το λαικό υπήρξε «απαγορευμένος καρπός» για πολλά χρόνια. Αντιμετώπισε μεγάλη εχθρότητα, κατασυκοφαντήθηκε και περιφρονήθηκε και εξακολουθεί και σήμερα ακόμα να είναι συστηματικά αγνοημένο και υποτιμημένο, όπως και ολόκληρη η μουσική μας παράδοση. Aπό μια «καθωσπρεπική» νοοτροπία, που, προσανατολισμένη μονόπλευρα στην μουσική της Δύσης, επιμένει να ντρέπεται για ό,τι ελληνικό.
Επίσης η αξία του υποτιμήθηκε και από τους φανατικούς «καθαρούς» υποστηρικτές του ρεμπέτικου, που μένοντας αυστηρά προσηλωμένοι στην εποχή του, θεωρούν το λαικό σαν «ξεπεσμό» του ρεμπέτικου.
Η θεματολογία του ξεφεύγει από το στενό περιθωριακό πλαίσιο του ρεμπέτικου, διευρύνεται και αγκαλιάζει τον μέσο Ελληνα, προσαρμοζόμενη στη νέα διαμορφούμενη κοινωνική πραγματικότητα της μεταπολεμικής Ελλάδας. Με τον δυτικό προσανατολισμό και το αστικό όνειρο. Επικρατεί το ερωτικό στοιχείο, αλλά και θέματα από τα ζωντανά και καυτά προβλήματα της ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας: Εμφύλιος, μετανάστευση, ξενητιά, φτώχεια, αδικία κλπ.
Η γλώσσα του είναι η απλή, ζωντανή, ομιλούμενη γλώσσα του λαού, χωρίς επιτηδευμένες λέξεις και εκφράσεις, σε αντίθεση προς πολλά ελαφρά τραγούδια της εποχής που επιδίωκαν επιδεικτικά τις ξένες λέξεις και την «ξενική» προφορά.
Συνήθως οφείλεται σε επώνυμους, ταλαντούχους, αυτοδίδακτους, εμπειρικούς δημιουργούς, που προέρχονταν μέσα από τον λαό και ήταν συνεχιστές του ρεμπέτικου. Τα έργα τους αγαπήθηκαν από το λαό, διότι βγήκαν μέσα από τα σπλάχνα του και δεν του δόθηκαν «εκ των άνω».
Κύριος εκπρόσωπος ο Τσιτσάνης, αλλά και πολλοί άλλοι (Βαμβακάρης, Παπαιωάννου, Μητσάκης, Χιώτης, Καλδάρας, Μπακάλης, Τζουανάκος, Ζαμπέτας, Κλουβάτος, Θόδωρος Δερβενιώτης, κ.ά.).
Στιχουργοί: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου , Χαράλ. Βασιλειάδης («Τσάντας»), Κώστας Βίρβος, Χρήστος Κολοκοτρώνης, Κώστας Μάνεσης κ.ά.
Τραγουδιστές: Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης, Ευάγγελος Περπινιάδης, Γαβαλάς, Μανώλης Αγγελόπουλος, Μαρίκα Νίνου, Καίτη Γκρέυ, Γιώτα Λύδια, Πόλυ Πάνου, Σωτηρία Μπέλλου, Μαίρη Λίντα κ.ά.
Ο Τσιτσάνης, από τους πρωτεργάτες του λαικού, αποτέλεσε «γέφυρα» ανάμεσα στο ρεμπέτικο και το λαικό. Θεωρείται σαν ο συνθέτης που «εξευγένισε» το ρεμπέτικο, απαλλάσσοντάς το από ακραία, περιθωριακά, αντικοινωνικά και εντόνως ανατολίτικα στοιχεία.
Η μετάβαση στο λαικό επισημαίνεται με τον «εξευρωπαισμό» των μουσικών κλιμάκων (μεγαλύτερη χρήση ματζόρε-μινόρε, έναντι των άλλων «δρόμων»), το «ευρωπαικό» κούρδισμα του μπουζουκιού και την προσθήκη 4ηςδιπλής χορδής (Χιώτης 1953), ώστε να μπορεί να παίζει αρμονικά ακόρντα.
Νέο, πιό δεξιοτεχνικό και εντυπωσιακό «ύφος» παιξίματος και ερμηνείας και χρησιμοποίηση ομοιοκαταληξίας (ρίμας) και επωδού (ρεφρέν).
Η ορχήστρα μεγαλώνει και εμπλουτίζεται, με προσθήκη πιάνου, ακορντεόν, κόντρα μπάσου, κλαρίνου, βιολιού, φλάουτου, κορνέτας, ντραμς κλπ.
Στα πλαίσια ενός γενικότερου εξωτισμού και τάσης φυγής από την πιεστική και δυσβάστακτη κοινωνική μεταπολεμική πραγματικότητα, εκδηλώνεται και μία στροφή προς ανατολίτικες (οριεντάλ) αραβοπερσικές επιρροές. Ο μεγάλος αντίκτυπος στις λαικές μάζες του ινδικού κινηματογράφου ευνοεί μιά περίοδο έντονης ινδικής επιρροής.
Επίσης το λαικό δέχεται και αφομοιώνει επιρροές από τη λατινοαμερικάνικη μουσική και την τζάζ.
Το Ρεμπέτικο τραγούδι
Από τα σημαντικότερα και δημοφιλέστερα είδη γνήσιου και αυθεντικού ελληνικούτραγουδιού, που επηρέασε την ελαφρά και τη μετέπειτα λαική και έντεχνη μουσική.
Τραγούδι με έντονα αυτοσχεδιαστικό, αυθόρμητο και συντροφικό χαρακτήρα, που ενώνει τους ανθρώπους και με βασικά κοινωνικό περιεχόμενο, είναι για την Ελλάδα ό,τι το μπλούζ για την Αμερική, το φάντο για την Πορτογαλλία, το τάνγκο για την Αργεντινή κλπ.
Είναι τραγούδι που βασίζεται σε πηγαία και αυθεντική έμπνευση. Τραγούδι των παραγκωνισμένων, καταδιωγμένων και αδικημένων.
Τραγούδι απλό, για απλούς και απλοικούς ανθρώπους.
Δεν έχει συγκεκριμένη φόρμα που να το χαρακτηρίζει. Εχει όμως αξιόλογη αυθυπαρξία και ενότητα, γι’αυτό και μεγάλο μουσικολογικό ενδιαφέρον.
Ανήκει στο αστικό λαικό τραγούδι, απλά ο όρος λαικό επικράτησε να χρησιμοποιείται ειδικά για το λαικό τραγούδι που διαδέχτηκε το ρεμπέτικο.
Η ιστορία του διαδραματίζεται έντονα σε σχετικά βραχύ χρονικό διάστημα (μόλις 3-4 δεκαετίες, κυρίως 1922-1952). Ομως έχει μεγάλη επίδραση στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, αποτελώντας τον συνδετικό κρίκο της ελληνικής λαικής μουσικής του 19ουκαι 20ού αιώνα.
Το ρεμπέτικο δεν γεννήθηκε ξαφνικά, εκ του μηδενός . Η δημιουργία του και η εξέλιξή του επηρεάστηκε από μια σειρά κοινωνικών παραγόντων.
Οι ρίζες του είναι σύνθετες και χάνονται στο 2οήμισυ του 19ουαιώνα (1850-1880).
Υπήρχε από τότε στην Ελλάδα, σαν τραγούδι των κατώτερων και περιθωριοποιημένων κοινωνικά ομάδων των μεγάλων αστικών κέντρων και λιμανιών.
Ο Καρκαβίτσας αναφέρει στίχους τραγουδιού της φυλακής του 1880.
Το 1910 γραμμοφωνούνται στην Αμερική τα πρώτα ρεμπέτικα, που ήδη προυπήρχαν και είχαν διαδοθεί στόμα με στόμα.
Στην αρχική του περίοδο το ρεμπέτικο είχε πολλές ομοιότητες με το δημοτικό τραγούδι.
Ξεκίνησε από στενό κύκλο φτωχών περιθωριοποιημένων ανθρώπων στις φυλακές και τους τεκέδες και ήκμασε κυρίως στα μεγάλα λιμάνια (Σμύρνη, Πειραιάς, Θεσσαλονίκη, Σύρος). Γρήγορα όμως διαδόθηκε και αγαπήθηκε από όλα τα κοινωνικά στρώματα.
Γνώρισε ιδιαίτερη επιρροή και άνθηση με τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922 , όταν πάνω από 1 εκατομμύριο έλληνες πρόσφυγες κατέφυγαν γύρω από τις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας, φέρνοντας μαζί τους την πλούσια μουσική παράδοση της Σμύρνης και της Πόλης.
(Σμυρνέικο), που αναμιγνύεται με το «μάγκικο» τραγούδι της φυλακής και του τεκέ.
Το ρεμπέτικο είναι τραγούδι «της παρέας». Μπορεί να τραγουδηθεί από οποιονδήποτε, χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις και φωνητικές ικανότητες και προσκαλεί τον ακροατή να τραγουδήσει μαζί με τους εκτελεστές, που δεν είναι «φίρμες», αλλά απλοί άνθρωποι σαν κι’αυτόν.
Ακολουθεί κλίμακες και τρόπους «δρόμους» που προέρχονται από τους Βυζαντινούς ήχους, με ονόματα από το αντίστοιχο αραβικό σύστημα των μακάμ, που και τα δυό σχετίζονται με τους αρχαίους ελληνικούς τρόπους.
Χαρακτηρίζεται από ελεύθερες εκφραστικές εισαγωγές και δεξιοτεχνικούς αυτοσχεδιασμούς (ταξίμια), παθιάρικο μελωδικό τραγούδι με γεμίσματα από το μπουζούκι, ενώ ο μπαγλαμάς συνοδεύει με στακάτο.
Σαφώς έχει και δυτικά στοιχεία, το ύφος του όμως διαφέρει από το δυτικοευρωπαικό τραγούδι και δεν περιορίζεται από τις κλίμακες και τους κανόνες της δυτικής αρμονίας, ούτε από τους ρυθμούς και φόρμες της δυτικής μουσικής.
Η δύναμή του στηρίζεται κυρίως στη μελωδική γραμμή, ενώ ο ρυθμός και η αρμονία απλά τη στηρίζουν και την παρακολουθούν διακριτικά και με σεβασμό. Η μελωδία δεν είναι αυστηρά τροπική και εκτός από τους λαικούς «δρόμους» χρησιμοποιεί και τους επικρατήσαντες στη δυτική μουσική μείζονα και ελάσσονα τρόπους. Ο ρυθμός είναι ομοιόμορφος και στηρίζεται σε λαικούς χορούς. Η αρμονία δεν υπερτονίζεται και οι εναλλαγές των ακόρντων υπαγορεύονται από την εξέλιξη της μελωδίας.
Σε αντίθεση με αντίστοιχες λαικές μουσικές άλλων χωρών (μπλούζ, τάνγκο, φάντοκλπ) που έχουν διεθνώς αναγνωρισθεί, το ρεμπέτικο άργησε πολύ να αναγνωρισθεί από την ίδια του τη χώρα! Ισως μοναδική θλιβερή περίπτωση χώρας που αρνήθηκε και πολέμησε τη μουσική της.
Και αυτό γιατί το ρεμπέτικο ερχόταν σε αντίθεση με μιά κατεστημένη νοοτροπία, που προσκολλημένη μονομερώς στα δυτικοευρωπαικά πρότυπα απέρριπτε με αποστροφή ό,τι θύμιζε το ανατολικό «πόδι» της Ελλάδας , αλλά και τη σκλαβιά, τη φτώχεια, τη δυσάρεστη κοινωνική πραγματικότητα κλπ.
Πολεμήθηκε, κυνηγήθηκε, συκοφαντήθηκε, διαστρεβλώθηκε και αγνοήθηκε συστηματικά, σαν τραγούδι του υποκόσμου, των χασικλήδων και περιθωριακών, σύμβολο παρανομίας και κακομοιριάς, «κατώτερο», αλλά και σαν «ανατολίτικο» και "τούρκικο".
Ομως είναι γνήσια ελληνικό, με επιδράσεις από το Βυζαντινό μέλος και τη μουσική του ελληνισμού της Μ. Ασίας. Οπως λέει ο Μάρκος Βαμβακάρης σε μαγνητοφωνημένη του συνέντευξη: "Ολα είναι Βυζαντινά τα δικά μου τραγούδια, αρχαία".
Ούτε υπήρξε τραγούδι αποκλειστικά του υποκόσμου. Ο όρος ρεμπέτης και η σημασία του (ρέμπελος=ανέμελος, από την αρχαία ελληνική λέξη ρέμβη) αναφέρεται ήδη σε δημοτικό τραγούδι του απελευθερωτικού αγώνα: "Αντε κι'ας ρεμπελέψουμε, ρεμπέτες να γινούμε".
Ο ρεμπέτης θεωρείται άεργος, απείθαρχος, ημιπαράνομος, αποκλεισμένος στο κοινωνικό περιθώριο.
Θεσπίστηκαν ειδικοί νόμοι για να χτυπήσουν τους ρεμπέτες και τα τραγούδια τους.
Οι δημιουργοί του ρεμπέτικου είναι ανώνυμοι στην αρχή και αργότερα επώνυμοι, αλλά στη συντριπτική πλειοψηφία τους αυτοδίδακτοι.
Η διάδοσή του έγινε από στόμα σε στόμα, αλλά και με τη δισκογραφία. Οι πρώτες ηχογραφήσεις έγιναν στην Σμύρνη στα τέλη του 18ουαιώνα και στην Αμερκή στις αρχές του 20ουαιώνα (1907-1910).
Την πρώτη δεκαετία (1922-1932) της ακμής του ρεμπέτικου κυριαρχεί το Σμυρνέικο και ανατολίτικο στυλ. Ταξίμια, αμανέδες, «σαντουρόβιολα»: βιολί, λαούτο, σαντούρι, κανονάκι, ούτι, κλαρίνο, ντέφι, ζίλια κλπ. Κύριος χώρος τα «καφέ αμάν», που προυπήρχαν ήδη στην Ελλάδα από το 1900, αλλά τώρα μεσουρανούν. Κυριώτεροι συνθέτες: Δραγάτσης, Καρίπης, Σέμσης («Σαλονικιός»), Τούντας, Ειτζιρίδης (Γιοβάν Τσαούς), Πώλ κ. ά. Τραγουδιστές: Ρόζα Εσκενάζη, Ρίτα Αμπατζή, Μαρίκα Παπαγκίκα, Αντώνης Νταλγκάς, Νούρας κ. ά.
Την δεύτερη δεκαετία (1932-1942) τα σαντουρόβιολα αντικαθίστανται από τους «μπουζουκομπαγλαμάδες»: μπουζούκι, τζουρά, μπαγλαμά και κιθάρα. Το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς έγιναν έτσι τα βασικά όργανα του ρεμπέτικου.
Η πρώτη γραμμοφώνηση ρεμπέτικου στην Ελλάδα έγινε το 1932 από τον Βαμβακάρη.
Από το 1934, με την ιστορική ρεμπέτικη "Πειραιώτικη κομπανία" με μπουζούκια («τετράς η ξακουστή του Πειραιώς»: Μάρκος Βαμβακάρης, Στράτος Παγιουμτζής, Γιώργος Μπάτης, Ανέστης Δελιάς), το ρεμπέτικο βγήκε από τις φυλακές, τους τεκέδες και τα κουτούκια. Αρχισε γρήγορα να αγκαλιάζει ευρύτερες λαικές μάζες πανελλήνια, χάρη στις δισκογραφικές εταιρείες και έγινε η κυριότερη έκφραση των λαικών στρωμάτων των μεγάλων πόλεων. Από τραγούδι των περιθωριακών γίνεται το τραγούδι του λαού και αγαπήθηκε και από πολλούς «καθώς πρέπει» αστούς.
Οπως χαρακτηριστικά τραγουδά ο Μάρκος : «Ξεκινούν από το Κολωνάκι, για να κατεβούν στις Τζιτζιφιές, λίγο για ν’ακούσουν μπουζουκάκι, με τις ωραιότερες πεννιές».
Στις ταβέρνες και τη ρεμπέτικη δισκογραφία εμφανίζονται και άλλοι μουσικοί (Παν.Τούντας, Απ. Χατζηχρήστος, Γιάννης Παπαιωάννου, Βαγγέλης Παπάζογλου, Γιάννης Ειτζιρίδης (Γιοβάν Τσαούς), Δημ. Γκόγκος (Μπαγιαντέρας), Βασ. Τσιτσάνης κ.ά).
Το 1938 η δικτατορία της 4ηςΑυγούστου επέβαλε λογοκρισία στη δισκογραφία, θέτοντας το ρεμπέτικο υπό διωγμό. Ταυτόχρονα το ρεμπέτικο πολεμάται και από τους συνθέτες του ελαφρού τραγουδιού.
Η κλασσική περίοδος (1934-1940) του ρεμπέτικου τυπικά τελείωσε με το κλείσιμο των εταιρειών δίσκων, δεν σταμάτησαν όμως να γράφονται τραγούδια, που βγήκαν σε δίσκους μετά τον πόλεμο.
Η τρίτη δεκαετία (1942-1952) της ακμής του ρεμπέτικου συμπίπτει με τα φοβερά γεγονότα της Κατοχής και του Εμφύλιου, που το ρεμπέτικο καθόλου δεν τα αγνόησε. Σ’αυτήν την περίοδο αλλάζει το στυλ και το ρεμπέτικο μετατρέπεται βαθμιαία σε αυτό που ονομάζουμε λαικό. Κύριοι συντελεστές της «μετατροπής» και «μετάλλαξης» αυτής οι Τσιτσάνης, Μπαγιαντέρας, Χιώτης, Μητσάκης κ.ά. Η μουσική γίνεται πιό περίτεχνη και δεξιοτεχνική. Με το άνοιγμα των εταιριών δίσκων το 1946 το ρεμπέτικο γνώρισε νέα ακμή, μέχρι να δώσει τη θέση του στο λαικό.
Τα περισσότερα ρεμπέτικα γράφτηκαν κατά τις δεκαετίες του 1930 ώς και του 1950.
Κατά την δικτατορία του 1967 και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, τη δεκαετία του 70, υπήρξε συστηματική προσπάθεια "αναβίωσής" του ρεμπέτικου. Οργανώθηκαν συναυλίες και έγιναν ηχογραφήσεις δίσκων με επιζώντες αυθεντικούς εκτελεστές. Ο δημοφιλής τραγουδιστής Γιώργος Νταλάρας και άλλοι νέοι ερμηνευτές δισκογράφησαν νέες εκτελέσεις των κλασσικών ρεμπέτικων, σεβόμενοι το αυθεντικό ύφος τους.
Ηδη το ρεμπέτικο αναγνωρίζεται, εντός και εκτός Ελλάδος, σαν ισχυρό, ποιοτικό αντίδοτο στα βιομηχανοποιημένα μουσικά σκουπίδια.
Έντεχνο λαϊκό τραγούδι
Τραγούδια και μουσική γραμμένα σε λαικό ύφος από σπουδασμένους (λόγιους), επώνυμους δημιουργούς, με (δυτική) μουσική παιδεία.
Απευθύνονται στο λαό, όχι με μίμηση, αντιγραφή ή διάθεση ειρωνείας, όπως τα «λαικίζοντα» ψευτολαικά και «αρχοντορεμπέτικα», αλλά με δημιουργική αφομοίωση της λαικής μας μουσικής, που γίνεται με αγάπη, σεβασμό και μεράκι. Γι’αυτό και πολλά απ’αυτά έτυχαν ευρείας κοινωνικής αποδοχής και αγαπήθηκαν αμέσως από όλα τα κοινωνικά στρώματα, όσο και τα γνήσια λαικά.
Το «έντεχνο» δεν περιορίζεται στο να αναπαράγει μουσειακά το κλίμα του λαικού τραγουδιού, αλλά το επεκτείνει, χωρίς να το εγκαταλείπει και να το προδίδει.
Μπορεί να χρησιμοποιεί δυτική αρμονία, ακόμα και αντίστιξη, καθώς και όργανα της συμφωνικής ορχήστρας, χορωδίες και συμφωνικά σύνολα . Χωρίς όμως να περιορίζεται από δυτικοευρωπαικά πρότυπα, φόρμες και κανόνες που είναι ξένα προς το ύφος, το κλίμα και τον χαρακτήρα της λαικής μας μουσικής.
Διαφέρει από το λαικό στον στίχο, αλλά και στη μουσική (ύφος, ενορχήστρωση). Ο χαρακτήρας του είναι περισσότερο δυτικότροπος ως προς τη σύνθεση.
Ο όρος «έντεχνο» λαικό είναι ατυχής και ανεπιτυχής, διότι τα λαικά τραγούδια φυσικά και δεν είναι όλα "άτεχνα" ούτε όλα τα έργα των λόγιων είναι απαραίτητα και και εξ ορισμού "έντεχνα".
Εντεχνο σημαίνει απλά κάτι που γίνεται με τέχνη, με μαστοριά. Κάτι καλοφτιαγμένο.
Το «έντεχνο» γράφεται με νότες, σε παρτιτούρα, ενώ το λαικό συνήθως πάνω στο όργανο (μπουζούκι) και σε μαγνητόφωνο.
Το «έντεχνο» ελληνικό λαικό τραγούδι εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 50 και ήκμασε κατά τις δεκαετίες του 60 και 70 (1959-1967). Με πρωτοπόρους τον Χατζηδάκι, που ήδη από το 1947, σε ηλικία μόλις 22 ετών, είχε την τόλμη και τη διορατικότητα να διακηρύξει σε δημόσια διάλεξη την αξία του ρεμπέτικου και τον θαυμασμό του προς αυτό και τον Θεοδωράκη, στον οποίο αποδίδεται και η εισαγωγή του όρου «έντεχνο λαικό».
Το έντεχνο ήρθε να καλύψει μιά ανάγκη της ελληνικής κοινωνίας, γεφυρώνοντας το μέχρι τότε βαθύ, αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στη λαική και την έντεχνη μουσική, φαινόμενο δυστυχώς αποκλειστικά ελληνικό. Κάτι που δεν συνέβη με το φλαμένγκο, το φάντο, το τάνγκο κλπ.
Το έδαφος είχε προετοιμασθεί και «στρωθεί» ήδη από ταλαντούχους λαικούς συνθέτες και ερμηνευτές (Τσιτσάνης, Χιώτης, Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης κ. ά.). Με τη βοήθειά τους οι δύο πρωτοπόροι συνθέτες εισήλθαν δυναμικά στον χώρο του λαικού τραγουδιού, βάζοντας τις βάσεις για ένα αισθητικό ρεύμα που αποτέλεσε μεγάλη τομή στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Και το επηρέασε για δεκαετίες , δίνοντάς του έναν χαρακτήρα ελληνικότητας που ως τότε θεωρούνταν ασυμβίβαστος (!) με τις σοβαρές προθέσεις ενός σπουδασμένου, λόγιου συνθέτη.
Μέχρι τότε το ρεμπέτικο και λαικό ήταν υποτιμημένα και αγνοημένα, ενώ «έντεχνο» και «σοβαρό» θεωρούνταν μόνο ότι ακολουθούσε ή μιμούνταν τα δυτικά πρότυπα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι όλες οι ως τότε προσπάθειες «ελληνικότητας» δεν ξέφευγαν από τα δυτικά πρότυπα και κανόνες. Επίσης συνθέτες σοβαρής μουσικής έγραφαν ελαφρά ή «λαικά», ακόμα και «ρεμπέτικα» τραγούδια χρησιμοποιώντας ψευδώνυμο (πχ. o Γιάννης Κωνσταντινίδης σαν “Κώστας Γιαννίδης” ).
Μια σημαντική και πρωτότυπη διεθνώς καινοτομία ήταν η σύνδεση της μουσικής με τον σοβαρό ποιητικό λόγο, με τη χρησιμοποίηση στίχων από έργα Ελλήνων κυρίως (Βάρναλης, Ρίτσος, Ελύτης, Σεφέρης, Γκάτσος κά) αλλά και ξένων ποιητών, που έγιναν έτσι προσιτοί στο ευρύ κοινό (μελοποιημένη ποίηση). Το έντεχνο λαικό έφερε κυριολεκτικά την λόγια ποίηση «στο στόμα του λαού».
Επίσης αναδείχτηκε ένα μέχρι τότε αγνοημένο και περιφρονημένο στην ελληνική «έντεχνη» μουσική δημοφιλές λαικό όργανο, το μπουζούκι. Και χρησιμοποιήθηκαν σαν σολίστες, ερμηνευτές ή και ενορχηστρωτές σπουδαίοι γνήσιοι λαικοί μουσικοί και τραγουδιστές (Τσιτσάνης, Χιώτης, Μπιθικώτσης, Ζαμπέτας, Καζαντζίδης, Μαρινέλλα, Μαίρη Λίντα κ.ά.).
Μια άλλη καινοτομία ήταν οι κύκλοι τραγουδιών πάνω σε ενιαίο θέμα , κεντρική ιδέα και κλίμα και οι λαικές συναυλίες.
Ακολούθησαν πολλοί άλλοι αξιόλογοι συνθέτες (Κουγιουμτζής, Λοίζος, Λεοντής, Μαρκόπουλος, Ξαρχάκος, Μαμαγκάκης, Μούτσης, Πλέσσας, Κατσαρός, Μαυρουδής, Μικρούτσικος κά).
Η δισκογραφία και ο κινηματογράφος βοήθησαν τη διάδοσή του κατά τη δεκαετία του 60. Κομμάτια όπως τα «παιδιά του Πειραιά» και ο «Ζορμπάς» έγιναν παγκόσμια γνωστά και δημοφιλή και συνώνυμα της Ελλάδας.
ΑΡΘΡΟ του ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΩΓΛΟΥ
ΠΗΓΗ: www.musicheaven.gr